- ισοσταθμία
- η равновесие
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ισοσταθμία — η (Μ ἰσοσταθμία) [ισόσταθμος] ισότητα ως προς το βάρος, ισοζυγία, ισορροπία … Dictionary of Greek
ισοζυγία — ἡ [ισόζυγος] ισορροπία, ισοσταθμία … Dictionary of Greek
ισοζύγιο — το 1. ισορροπία τού ζυγού, το να αχθούν δύο πράγματα στην ίδια στάθμη, στο ίδιο επίπεδο, σε αντιστοιχία, σε ισοσταθμία 2. μτφ. εξίσωση, ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων («το ισοζύγιο τού κρατικού προϋπολογισμού» η ισοσκέλιση τών εσόδων και εξόδων τού … Dictionary of Greek
λιτρασμός — λιτρασμός, ὁ (Α) η ισορροπία που επιτυγχάνεται κατά το ζύγισμα, ισοσταθμία, ισορρόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτρίζω, με επίδραση τών παραγώγων σε ασμός] … Dictionary of Greek
συσταθμία — ἡ, Α [σύσταθμος] ισότητα βάρους, ισοσταθμία … Dictionary of Greek